- φειδώ
- -ούς, η / φειδώ, -όος και -οῡς, ΝΜΑ1. η ενέργεια τού φείδομαι, διάθεση με σύνεση, κατανάλωση με μέτρο, λελογισμένη χρήση, οικονομία2. (κατ' επέκτ.) τσιγκουνιά, φιλαργυρίαμσν.-αρχ.1. φροντίδα για κάποιον ή για κάτι2. ευσπλαγχνία, συμπόνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. πευθ-ώ, τροφ-ώ)].
Dictionary of Greek. 2013.